- εξαγγελτήριος
- -ο και -α, -ο (AM ἐξαγγελτήριος, -ον)εξαγγελτικός*, αυτός που μεταδίδει αγγελία ή αρμόδιος για εξαγγελία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξαγγελτικός — ή, ό (Α ἐξαγγελτικός, ή, όν) ο κατάλληλος ή αρμόδιος να αναγγέλλει, να φέρνει αγγελίες, εξαγγελτήριος, ειδοποιητήριος νεοελλ. μουσ. «εξαγγελτικό μοτίβο» το θέμα που χαρακτηρίζει ένα πρόσωπο στο μουσικό δράμα αρχ. 1. αυτός που φέρνει αγγελία,… … Dictionary of Greek